- πεφλογισμένος
- φλογίζωset on fireperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταθευτός — ή, όν, Α [σταθεύω] 1. καμένος, καψαλισμένος («σταθευτὸς δ ἡλίου φοίβου φλογὶ χροιᾱς ἀμείψεις ἄνθος», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πεφλογισμένος ἡρέμα» … Dictionary of Greek